- καρποφόρος
- καρποφόροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρποφόρος — ο θηλ. και α (AM καρποφόρος, ον) αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.) νεοελλ. 1. ο αποτελεσματικός 2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος αρχ. 1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά… … Dictionary of Greek
καρποφόρος — α, ο 1.αυτός που παράγει καρπούς, καρπερός, γόνιμος: Τα χωράφια αυτά είναι καρποφόρα. 2. προσοδοφόρος, επικερδής: Η επιχείρηση αυτή αποδείχτηκε καρποφόρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρποφόροιο — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg (epic) καρποφόρος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόροις — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl καρποφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόροισιν — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) καρποφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρον — καρποφόρος masc/fem acc sg καρποφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρου — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg καρποφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρους — καρπόφορος fruit bearing masc/fem acc pl καρποφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρων — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen pl καρποφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρῳ — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat sg καρποφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)